χελύνη

χελύνιον

χέλυς
χελύνιον, ου (τὸ) []
1 poitrine, particul. le sternum (cf. χέλυς) Jos. A.J. 4, 4, 4 ||
2 voûte du ciel, Hipparq. ad Arat. 243.
Étym. χελύνη.