χελύνειον

χελύνη

χελύνιον
χελύνη, ης () []
1 lèvre, Ar. Vesp. 1083 ||
2 mâchoire, El. N.A. 16, 12 ||
3 éol. c. χελώνη, Sapph. (Orion p. 87, 31).
Étym. χέλυς.