Χιλιάς

χιλιέτης

χιλιοδύναμις
χιλι·έτης et χιλι·ετής, ής, ές, gén. έος [χῑ] de mille ans, Pd. fr. 156 ; Plat. Phædr. 249a, Rsp. 615a, 621d ; Arstt. G.A. 2, 6, 52.
Étym. χ. ἔτος.