χιλιέτης

χιλιοδύναμις

χιλιοέτις
χιλιο·δύναμις, εως () [χῑῠᾰ] la plante de mille vertus, n. du dictame, Gal. 12, 106 ; Diosc. 4, 8.
Étym. χ. δύναμις.