χιλιόμϐη

χιλιόναυς

χιλιοναύτης
χιλιό·ναυς, εως (ὁ, ἡ) [χῑ] formé de mille vaisseaux, Eur. Or. 352, Andr. 106, I.A. 174.
Étym. χ. ναῦς.