χιλιόναυς

χιλιοναύτης

χιλιονταετηρίς
χιλιο·ναύτης, dor. χιλιο·ναύτας, ου (ὁ, ἡ) [] de mille matelots, Eschl. Ag. 45 (acc. χιλιοναύταν) ; Eur. I.T. 141 (dat. χιλιοναύτᾳ).
Étym. χ. ναύτης.