χιλιοτάλαντος

χιλιοφόρος

χιλιόφυλλος
χιλιο·φόρος, ος, ον [χῑ] qui peut porter mille amphores (cf. en franç. « mille tonnes ») ép. d’un navire, DC. 56, 27.
Étym. χ. φέρω.