χιλιοστύς

χιλιοτάλαντος

χιλιοφόρος
χιλιο·τάλαντος, ος, ον [χῑτᾰ] qui pèse ou vaut mille talents, Alex. (Ath. 237c) ; Plut. Per. 12, M. 924a.
Étym. χ. τάλαντον.