χιλιοπλασίως

χιλιοστός

χιλιοστύς
χιλιοστός, ή, όν [χῑ] millième, Xén. Cyr. 2, 3, 6 ; Plat. Phædr. 249b, Rsp. 615c, etc.
Étym. χίλιοι.