χιλιοστός

χιλιοστύς

χιλιοτάλαντος
χιλιοστύς, ύος () [χῑ] corps de mille hommes, Xén. Cyr. 2, 4, 3 ; 6, 3, 13 et 31 ; 7, 5, 17, etc.
Étym. χιλιοστός.