χιμαροκτόνος

χίμαρος

χιμαροσφακτήρ
χίμαρος, ου [ῐᾰ]
1 ὁ χίμαρος, jeune chevreau, Thcr. Epigr. 4, 15 ; Anth. 6, 190, etc. ||
2 ἡ χίμαρος, jeune chèvre (p. opp. à αἴξ, chèvre) Thcr. Idyl. 1, 6 ; Arstt. H.A. 3, 21 ; p. ext. chèvre, Ar. Eq. 661.
Étym. χίμαιρα.