χίμαρος

χιμαροσφακτήρ

Χίμαρρος
χιμαρο·σφακτήρ, ῆρος () [ῐμᾰ] égorgeur de chèvres, ép. du loup, Anth. 9, 558.
Étym. χίμαρος, σφάζω.