χιονόϐατος

χιονοϐλέφαρος

χιονόϐλητος
χιονο·ϐλέφαρος, ος, ον [] aux paupières blanches comme la neige, ép. de l’Aurore, Dionys. Hel. 7.
Étym. χιών, βλέφαρον.