χιονοϐλέφαρος

χιονόϐλητος

χιονοϐολέω-ῶ
χιονό·ϐλητος, ος, ον, couvert (litt. battu) de neige, Ar. Nub. 270 ; Arr. Ind. 6, 7.
Étym. χ. βάλλω.