χιονόϐλητος

χιονοϐολέω-ῶ

χιονοϐόλος
χιονοϐολέω-ῶ, lancer de la neige, d’où couvrir de neige, DS. 5, 39 ; 17, 82 ; 18, 25 ; Str. 725.
Étym. χιονοϐόλος.