χλαμυδηφόρος

χλαμύδιον

χλαμυδοειδής
χλαμύδιον, ου (τὸ) [ᾰῠ]
1 dim. de χλαμύς, Mén. 4, 200 Meineke ; DS. 19, 6 ; Plut. Rom. 8, etc. ||
2 c. χλαμύς, Plut. Phoc. 29, Demetr. 9, etc., M. 755a, etc.