χλαίνωμα

χλαμυδηφόρος

χλαμύδιον
χλαμυδη·φόρος, ου (ὁ, ἡ) [ᾰῠ] qui porte une chlamyde, Thcr. Idyl. 15, 6.
Étym. χλαμύς, φέρω.