χλοόμορφος

χλόος-οῦς

χλούνης
χλόος-οῦς, όου-οῦ () couleur d’un vert tendre ou jaunâtre, Nic. Al. 583, 592 ; A. Rh. 2, 1216 ; 3, 298.
Étym. χλόη.