Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χοιρίνης
χοίρινος
χοιρίον
χοίρινος,
η, ον
[
ῐ
] de cochon, de porc ;
subst.
ἡ χοιρίνη
(
s. e.
δορά
)
Luc.
H. conscr.
23,
couenne de porc.
Étym.
χοῖρος
.