χολοιϐόρος

χολοποιός

χόλος
χολο·ποιός, ός, όν, qui fait naître de la bile, Hpc. 50 ; Sext. M. 9, 96, etc. ; τὸ χ. Diosc. Noth. 3, 29, autre n. de la plante ἀϐρότονον.
Étym. χόλος, ποιέω.