χορόδανον

χοροδιδασκαλία

χοροδιδασκαλική
χοροδιδασκαλία, ας () [δῐκᾰ] fonction du maître de ballet ou directeur des chœurs, Plat. 1 Alc. 125e (χορῶν διδασκαλία, Xén. Mem. 3, 4, 4).
Étym. χοροδιδάσκαλος.