χοροδιδασκαλία

χοροδιδασκαλική

χοροδιδάσκαλος
χοροδιδασκαλική, ῆς () (s. e. τέχνη) l’art de diriger les chœurs, Plat. 1 Alc. 125d.
Étym. χοροδιδάσκαλος.