χρονιστός

χρονίως

χρονογραφία
χρονίως, adv. après un long temps, Arstt. Gen. et corr. 1, 10, 13 ; Th. fr. 9, 22 ||
Cp. -ώτερον, Pd. N. 4, 10 ; ou -ωτέρως, Hpc. t. 1, p. 264 Kühn.
Étym. χρόνιος.