Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρονίως
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονογραφία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰφ
] relation par ordre de temps, chronique, annales,
Pol.
5, 33, 5 ;
DH.
1, p. 6,
43 ;
700, 13 Reiske
.
Étym.
χρονογράφος
.