Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκράτωρ
χρονο·γράφος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] auteur d’un ouvrage d’histoire par ordre de temps,
Str.
20 ;
Luc.
Alex.
6
.
Étym.
χρόνος, γράφω
.