χρυσάρματος

χρύσασπις

χρυσαστράγαλος
χρύσ·ασπις, ιδος (ὁ, ἡ) [ῡῐδ] au bouclier d’or, Pd. I. 1, 1 ; Eur. Ph. 1372 ; Anth. 9, 697, 3.
Étym. χρ. ἀσπίς.