χρύσειος

χρυσελεφαντήλεκτρος

χρυσέμϐολος
χρυσ·ελεφαντ·ήλεκτρος, ος, ον [] fait ou incrusté d’or, d’ivoire et de vermeil, Mamerc. (Plut. Tim. 31).
Étym. χρ. ἐλέφας, ἤλεκτρον.