χρυσεῖον

χρύσειος

χρυσελεφαντήλεκτρος
χρύσειος, α, ον [] poét. c. χρύσεος, Hom. Hés. Thcr. etc. ; en prose dans la locut. χρύσεια μέταλλα, Thc. 4, 105 ; DS. 16, 8, mines d’or.
Étym. χρυσός.