χρυσεόνωτος

χρυσεοπήληξ

χρυσεοπήνητος
χρυσεο·πήληξ, ηκος (ὁ, ἡ) [] c. χρυσοπήληξ, Hh. 7, 1 ; Call. L. Pall. 43.