χρύσεος-οῦς

χρυσεοσάνδαλος

χρυσεόστολμος
χρυσεο·σάνδαλος, ος, ον [ῡδᾰ] aux sandales d’or, Eur. Or. 1468, etc.
Étym. χρ. σάνδαλον.