χρυσοφανής

χρυσοφεγγής

χρυσόφιλος
χρυσο·φεγγής, ής, ές [] qui a l’éclat de l’or, Eschl. Ag. 288 ; Eur. fr. 781 Nauck (var. καλλιφεγγές).
Étym. χρ. φέγγος.