χρυσοφάλαρος

χρυσοφανής

χρυσοφεγγής
χρυσο·φανής, ής, ές [ῡᾰ] brillant comme l’or, El. N.A. 17, 2 ; Diosc. 5, 117.
Étym. χρ. φαίνω.