χρυσοποιέω-ῶ

χρυσοποιϊκή

χρυσοποίκιλος
χρυσοποιϊκή, ῆς () (s. e. τέχνη) l’art de faire l’or, l’alchimie, Chrys. t. 6, p. 733, 41.