χρυσοποιϊκή

χρυσοποίκιλος

χρυσοποίκιλτος
χρυσο·ποίκιλος, ος, ον [ῡῐ] brodé d’or, Callix. (Ath. 198d).
Étym. χρ. ποικίλος.