Χρυσώ

χρύσωμα

χρυσωματοθήκη
χρύσωμα, ατος (τὸ) [] objet en or (ornement, vase, etc.) Eur. Ion 1040, 1430 ; Lys. fr. 50 ; Pol. 31, 3, 16, etc.
Étym. χρυσόω.