χρύσωμα

χρυσωματοθήκη

χρυσωνέω-ῶ
χρυσωματο·θήκη, ης () [ῡᾰ] armoire pour la vaisselle d’or, Pol. (Ath. 199f).
Étym. χρύσωμα, θήκη.