χρηματοφυλάκιον

χρήμη

χρημοσύνη
χρήμη, ης () besoin, demande, Archil. 51 ; Démocr. (Stob. Fl. 76, 16, Mein.) ; Ps.-Hdt. V. Hom. 13, 14 (χράομαι, v. χράω 2).