Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δαιδαλόγλωσσος
δαιδαλόεις
δαιδαλοεργός
δαιδαλόεις,
εσσα, εν
[
ᾰ
]
c.
δαιδάλεος,
Q. Sm.
1, 141 ;
Anth.
9, 332
.