Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δαιδαλόεις
δαιδαλοεργός
δαίδαλος
δαιδαλο·εργός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui travaille artistement,
P. Sil.
Ecphr. amb.
94
.
Étym.
δαίδαλος, ἔργον
.