Δαμαῖος

δαμάλη

δαμαλήϐοτος
δαμάλη, ης () [ᾰᾰ] jeune génisse, Eur. Bacch. 738 ; Thcr. Idyl. 4, 12 (dor. -άλα) ; etc.
Étym. cf. δάμαλις.