Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δαμάλη
δαμαλήϐοτος
δαμάλης
δαμαλή·ϐοτος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] où paissent les génisses,
A. Pl.
230
.
Étym.
δαμάλη, βόσκω
.