Δαμάσιππος

δαμασίφρων

δαμασίφως
δαμασί·φρων, ων, ον, gén. ονος [ᾰᾰῩ] qui dompte la fierté (des coursiers), Pd. O. 13, 75.
Étym. δαμάζω, φρήν.