δαμασίφρων

δαμασίφως

Δαμασκηνός
δαμασί·φως, ωτος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰῐ] qui dompte les hommes (le sommeil), Sim. (Sch.-Il. 24, 5).
Étym. δαμάζω, φώς.