δανειστής

δανειστικός

δανίζω
δανειστικός, ή, όν [] qui concerne les prêts d’argent à intérêts ; ὁ δ. usurier, Plut. Ages. 13 ; Luc. Conv. 5 ; DL. 4, 35, etc.
Étym. δανειστής.