δανειστικός

δανίζω

Δανιήλ
δανίζω [] forme réc. c. δανείζω, Anth. 11, 309 ; fut. 2 sg. δανιεῖς (v. δανείζω fin) ||
Moy. fut. 2 sg. δανιῇ.
Étym. v. δανείζω fin.