Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπανηρία,
ας
(
ἡ
)
[
ᾰᾰν
] prodigalité,
Arstt.
Eud.
2, 3, 4
.
Étym.
δαπανηρός
.