δεδιότως

δεδίσκομαι

δεδίσσομαι
δεδίσκομαι (seul. part. prés. -όμενος) saluer du geste, Od. 15, 150.
Étym. v. δείκνυμι ; cf. δειδίσκομαι.
δεδίσκομαι, chercher à faire peur, Hh. Merc. 163 (prés. 2 sg. -ίσκεαι, conj. p. τιτύσκεαι) ; Ar. Lys. 564 (impf. 3 sg. ἐδεδίσκετο).
Étym. p. *δεδϝίσκομαι, v. δείδω ; cf. δεδίσσομαι et δειδίσσομαι.