δεῖγμα

δειγματίζω

δείδεκτο
δειγματίζω [] faire un exemple, acc. NT. Matth. 1, 19 ; Col. 2, 15 (ao. 3 sg. ἐδειγμάτισεν) ; proposer en exemple, Chrys. 7, 307.
Étym. δεῖγμα.