δειλίασις

δειλιάω-ῶ

δειλινός
δειλιάω-ῶ, f. άσω, être effrayé, s’effrayer de, acc. DS. 20, 78 ; Spt. Deut. 1, 21 ; Ps. 13, 5 ; 2 Macc. 15, 8, etc.
Étym. δειλία.