δειλοκαταφρονητής

δείλομαι

δειλός
δείλομαι (seul. impf. 3 sg. δείλετο) approcher du soir, pencher vers son déclin, en parl. du soleil, Od. 7, 289, sel. Aristarque, p. δύσετο.
Étym. δείλη.